- πυρηφόρος
- πῡρη-φόρος, ον, poet. for πυροφόρος,A wheatbearing,
πεδίον Od.3.495
, h.Ap.228.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδίον Od.3.495
, h.Ap.228.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρηφόρος — ον, Α (ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II) … Dictionary of Greek
πυρηφόρον — πῡρηφόρον , πυρηφόρος wheatbearing masc/fem acc sg πῡρηφόρον , πυρηφόρος wheatbearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυροφόρος — (pyrophorus). Γένος κολεόπτερων των θερμών περιοχών της Αμερικής. Οι π. είναι μεγάλα έντομα, καστανά ή κοκκινωπά, που μπορούν να εκπέμπουν δυνατή φωσφορίζουσα λάμψη. Στη Νότια Αμερική είναι γνωστά ως κουκούγιος. Οι γυναίκες ορισμένων φυλών… … Dictionary of Greek